ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ, ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ 1940-45: Τα έργα τέχνης στον πόλεμο B2΄ Γυμνασίου Κόνιτσας

ην εποχή που καίγονται εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία στις πλατείες των γερμανικών πόλεων από τους Ναζί, καταστρέφονται πίνακες ζωγραφικής διάσημων ζωγράφων και λεηλατούνται οι συλλογές έργων τέχνης κυρίως των Εβραίων, τα μουσεία της Ευρώπης προετοιμάζονται για τον πόλεμο, που τον βλέπουν όλοι να έρχεται, προσπαθώντας να σώσουν τους εθνικούς τους θησαυρούς φυγαδεύοντάς τους σε απρόσιτα καταφύγια ή θάβοντας τους σε κρύπτες.

Οι προσπάθειες να σωθούν οι θησαυροί του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, των μουσείων του Λούβρου, του Ερμιτάζ και του Βρετανικού, οι άνθρωποι που με αυτοθυσία πάλεψαν και κατάφεραν να διασώσουν μοναδικά έργα τέχνης από την παράνοια των ναζιστών ήταν το θέμα του εργαστηρίου που παρακολουθήσαν οι μαθητές του τμήματος Β2 του Γυμνασίου Κόνιτσας, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.

Έπρεπε όσο πιο γρήγορα οι αρχαιότητες να μεταφερθούν σε ασφαλή μέρη, σε υπόγεια, σε κρυψώνες, σε σπηλιές, σε αρχαίους τάφους. Όσο για τα χρυσά κοσμήματα και νομίσματα…εκείνα πήγαν στην Τράπεζα της Ελλάδος, στα θησαυροφυλάκια.

«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί να θέλουν να τα πάρουν. Να τα πάνε πού; Αφού και σε ξένα μουσεία να τα βάλουν…όλοι θα ξέρουν ότι είναι δικά μας».

«Επειδή αν χάσουμε τον πόλεμο και γίνουν δικά τους…ακόμα και η Ιστορία μπορεί ν’ αλλάξει. Με τον καιρό θα είναι πιο εύκολο να ξεχάσουν οι άνθρωποι την αλήθεια».

«Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα», Αγγελική Δαρλάση, εκδ. Μεταίχμιο

Τρίτη, 4 Ιουνίου 1946

Το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ξεθάβουν τώρα – άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά κατάσαρκα μέσα στο χώμα – τα αγάλματα. Σε μια από τις παλιές μεγάλες αίθουσες, γνώριμες από τα μαθητικά μας χρόνια με τη στεγνή όψη που έφερνε κάπως προς τη βαρετή δημόσια βιβλιοθήκη, οι εργάτες δουλεύουν με φτυάρια και αξίνες. Το δάπεδο, αν δεν κοίταζες τη στέγη, τα παράθυρα και τους τοίχους με τις χρυσές επιγραφές θα μπορούσε να ήταν ένας τόπος ανασκαφών. Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμα στη γης, φαινόντουσαν από τη μέση και πάνω γυμνά, φυτεμένα στην τύχη. Το μπράτσο κάποιου υπερφυσικού θεού, καμπυλωμένο προς το μηρό, ξεπερνούσε τη σκαλωσιά. Μια γυμνή γυναίκα που μου γύριζε την πλάτη ήταν καπελωμένη μ’ ένα γκρίζο καπέλο εργάτη που άφηνε να φαίνονται μόνο τα γελαστά της καπούλια. Ήταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων, μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά.

«Μέρες Ε’ , 1 Γενάρη 1945 – 19 Απρίλη 1951», Γιώργος Σεφέρης, εκδ. Ίκαρος.

Comments are closed.